- πευθήν
- -ῆνος, ὁ, Α1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι3. περίεργος, αδιάκριτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ- τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. ἀ-πτ-ήν: πέτομαι, λειχ-ήν: λείχω)].
Dictionary of Greek. 2013.