πευθήν

πευθήν
-ῆνος, ὁ, Α
1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος
2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι
3. περίεργος, αδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ- τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. -πτ-ήν: πέτομαι, λειχ-ήν: λείχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πευθήν — inquirer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνα — πευθήν inquirer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνας — πευθήν inquirer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνες — πευθήν inquirer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνι — πευθήν inquirer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνος — πευθήν inquirer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆσι — πευθήν inquirer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθήνων — πευθήν inquirer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”